- Παρεία
- Παρείᾱ , Πάρειαfem nom/voc/acc dualΠαρείᾱ , Παρείηfem nom/voc/acc dualΠαρείᾱ , Παρείηfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεία — παρείᾱ , παρείας reddish brown snake masc nom/voc/acc dual παρείᾱ , παρείας reddish brown snake masc voc sg (attic) παρείᾱ , παρείας reddish brown snake masc gen sg (doric aeolic) παρείᾱ , παρείης masc nom/voc/acc dual παρείᾱ , παρείης masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειά — παρειά̱ , παρειά cheek fem nom/voc/acc dual παρειά̱ , παρειά cheek fem nom/voc sg (attic doric aeolic) παρειάς bandage for the cheek fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειᾷ — παρειά cheek fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… … Dictionary of Greek
παρεῖα — παρείας reddish brown snake masc voc sg παρείας reddish brown snake masc nom sg (epic) παρείης masc voc sg παρείης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρείας — Παρείᾱς , Πάρεια fem acc pl Παρείᾱς , Πάρεια fem gen sg (attic doric aeolic) Παρείᾱς , Παρείη fem acc pl Παρείᾱς , Παρείη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειάων — παρειά̱ων , παρείας reddish brown snake masc gen pl (epic aeolic) παρειά̱ων , παρείης masc gen pl (epic aeolic) παρειά̱ων , παρειά cheek fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρείας — παρείᾱς , παρείας reddish brown snake masc acc pl παρείᾱς , παρείας reddish brown snake masc nom sg (attic epic doric aeolic) παρείᾱς , παρείης masc acc pl παρείᾱς , παρείης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρειάων — Παρειά̱ων , Πάρεια fem gen pl (epic aeolic) Παρειά̱ων , Παρείη fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειαμένον — παρειᾱμένον , παρά ἐάω suffer perf part mp masc acc sg (attic) παρειᾱμένον , παρά ἐάω suffer perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)